σκευωρίας

σκευωρίας
σκευωρίᾱς , σκευωρία
care of baggage
fem acc pl
σκευωρίᾱς , σκευωρία
care of baggage
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκευωρία — η, ΝΑ, και σκαιωρία Α [σκευωρός] δόλιο τέχνασμα, μηχανορραφία, ραδιουργία (α. «έπεσε θύμα σκευωρίας τών υφισταμένων του» β. «περιγενομένου μου τής τούτων σκευωρίας», Δημοσθ.) αρχ. 1. φροντίδα, επιμέλεια ή φύλαξη τών σκευών 2. πολύ μεγάλη φροντίδα …   Dictionary of Greek

  • ασκευώρητος — η, ο (AM ἀσκευώρητος, ον) [σκευωρώ] εκείνος ο οποίος δεν έπεσε θύμα σκευωρίας ή συκοφαντίας μσν. το ουδ. ως ουσ. «τὸ ἀσκευώρητον» η ακεραιότητα, η ειλικρίνεια αρχ. αυτός που δεν εξετάστηκε λεπτομερώς …   Dictionary of Greek

  • Τάνεφ, Βασίλ Kονσταντίνοφ — (1897 – 1941). Βούλγαρος πολιτικός. Έγινε μέλος του Βουλγαρικού Κομουνιστικού Κόμματος και πήρε μέρος στην αντιφασιστική εξέγερση του 1923. Για την επαναστατική του δράση διώχτηκε και φυλακίστηκε. Το 1933, ενώ ήταν στο Βερολίνο πιάστηκε από τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”